εχομενως

εχομενως
    ἐχομένως
    [ἔχω 9] вслед, непосредственно
    

(ἐφεξῆς καὴ ἑ. Plut.)

    ἐ. τινός Diog.L. — непосредственно за кем-л.


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "εχομενως" в других словарях:

  • εχομένως — ἐχομένως και ἐχόμενα (ΑΜ) (επίρρ. από τη μτχ. ενεστ. τού έχομαι) (με γεν.) αμέσως, έπειτα, κατόπιν, εν συνεχεία, σε άμεση επαφή, σε προέκταση αρχ. (με γεν.) 1. πλησίον, κοντά σε κάτι 2. μαζί με κάποιον, στο σπίτι κάποιου …   Dictionary of Greek

  • ἐχομένως — ἔχω check pres part mp masc acc pl (doric) ἐχομένως next after indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»